- προσεπιβλέπειν
- πρόσ-ἐπιβλέπωlook uponpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεπιβλέπω — Α 1. επιβλέπω, επιτηρώ επί πλέον («συμβαίνει τοῑς οὕτως ἐπισκοποῡσι προσεπιβλέπειν ἄλλην ὁδὸν τῆς ἀναγκαίας», Αριστοτ.) 2. προσβλέπω επί πλέον … Dictionary of Greek